ειδωλοποίηση

ειδωλοποίηση
η (Α εἰδωλοποίηση)
νεοελλ.
η μετατροπή κάποιου σε είδωλο, η κατασκευή ειδώλου
αρχ.
ο σχηματισμός εικόνων με τη φαντασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”